- ζωογονικός
- ζωογον-ικός, ή, όν,= ζωογονητικός, Ph.2.148, Procl.Inst.155;A
νοῦς Dam.Pr.272
. Adv.-κῶς Procl.in Alc.p.52C.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νοῦς Dam.Pr.272
. Adv.-κῶς Procl.in Alc.p.52C.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζωογονικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωογονικός — ή, ό (Α ζωογονικός, ή, όν) [ζωογονία] ζωογονητικός. επίρρ... ζωογονικώς (Α ζωογονικῶς) με τρόπο ζωογονικό, ζωογόνο … Dictionary of Greek
ζωογονικά — ζωογονικός neut nom/voc/acc pl ζωογονικά̱ , ζωογονικός fem nom/voc/acc dual ζωογονικά̱ , ζωογονικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωογονικῶν — ζωογονικός fem gen pl ζωογονικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωογονικόν — ζωογονικός masc acc sg ζωογονικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωογονικαί — ζωογονικός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωογονικοῖς — ζωογονικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωογονικοί — ζωογονικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωογονικοῦ — ζωογονικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωογονικούς — ζωογονικός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωογονικῆς — ζωογονικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)